25/04/2024

Πρώτο Θέμα: Η φοβερή ιστορία του Αϊδινιώτη σε ρινγκ, νύχτα και φυλακή!

Διαβάστε την αποκαλυπτική συνέντευξη του προπονητή του Παναθηναϊκού, Γιάννη Αϊδινιώτη για τα δύσκολα χρόνια φτώχειας που πέρασε, πως έβαλε μυαλό, όπως αναφέρει και τι σημαίνει το μποξ για εκείνον. Αναλυτικά στο Πρώτο Θέμα:


Αν βρισκόταν στο Χόλιγουντ, η ζωή του θα αποτελούσε τον καλύτερο καμβά για ένα σενάριοblockbuster ταινίας. Ζωή περιπετειώδης, δύσκολη, φτωχή, με στερήσεις, αναγνώριση, δόξα, καταστροφή. Και από εκεί, σαν τον φοίνικα, αναγεννήθηκε και τράβηξε πάλι προς τη δόξα. Ο προπονητής της πυγμαχίας του Παναθηναϊκού κι ένας από τους καλύτερους Έλληνες πυγμάχους μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει ζήσει πολλές ζωές κι έχει βγει σε όλες νικητής

«Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με δύο νοικοκυραίους ανθρώπους που με έμαθαν τι σημαίνει αξιοπρέπεια, εγωισμός και να δουλεύουμε από μικροί» μου λέει ο Γιάννης Αϊδινιώτης καθισμένος στις κερκίδες της Λεωφόρου. Στη θύρα 5 η προπόνηση έχει ήδη ξεκινήσει και ακούγεται έντονα ο θόρυβος από τους σάκους και τα γάντια. «Δεν είχαμε λεφτά. Ο πατέρας μου ήταν αρωματοπώλης, είχε “καλή μύτη” και η μάνα μου, όταν χρειαζόταν, έκανε όποια δουλειά μπορείς να φανταστείς. Έπλενε σκάλες, ήταν λαντζέρισσα… Αλλά είχε πάντα αξιοπρέπεια. Τη ρωτούσε η γειτόνισσα “Έχεις να φας;” κι εκείνη έλεγε ψέματα και κοιμόταν νηστική για να μας μεγαλώσει. Τρία αδέλφια ήμασταν, αγόρια όλοι. Μέναμε σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί. Για πόρτα είχαμε μια κουρελού. Και το χέρι μου είναι καμένο, γιατί έπαιζα με τα ξύλα στη σόμπα. Το θέμα είναι πώς με γέννησε η μάνα μου. Την έπιασαν οι πόνοι κι έφυγε μόνη της από του Παπάγου με τα πόδια και κατέβηκε στη Μεσογείων για να πάρει το λεωφορείο. Επειδή ήταν γεμάτο, δεν σταμάτησε να την πάρει. Την είδαν έγκυο και τη μετέφεραν στο Έλενα να γεννήσει. Όταν έχεις μεγαλώσει από τέτοια μάνα, μαθαίνεις τα πάντα». Από μικρός ήταν ανήσυχο παιδί. «Επτά μηνών, αντί να πίνω γάλα, έτρωγα φασόλια. Στις γειτονιές τα έβαζα με όλους κι έτρωγα ξύλο. Και μετά στο σπίτι από τη μάνα μου έτρωγα πάλι ξύλο γιατί δεν την άκουγα. Όταν έφαγα το τελευταίο ξύλο στο μπάσκετ των Ελληνορώσων, είπα ότι θα παίξω μποξ. Κατέβηκα με τα πόδια στον Πανελλήνιο και είδα ότι η είσοδος ήταν μια δραχμή. Πού να βρω τα λεφτά; Πήγα στον Παναθηναϊκό και οι πόρτες ήταν κλειστές. Όταν τελείωσε η προπόνηση, με κοίταξε καλά καλά ο προπονητής. Αν με έβλεπες, θα καταλάβαινες. Ήμουν ντυμένος πολύ φλώρος, με είχε η μάνα μου στην πένα. Δεν κολλούσα εκεί μέσα. Ήμουν 13 χρόνων τότε. Οι δικοί μου ούτε να το ακούσουν το μποξ. Ήταν πολύ κακόφημο τότε και μαζευόταν πολλή αλητεία. Και άθλημα σκληρό. Η κάθε κατηγορία είχε 4-5 διεκδικητές και όλοι σκληροί άνθρωποι. Πού να επιβιώσεις μέσα σε όλους αυτούς; Όμως πείσμωσα. Εκεί έμαθα ότι με το πείσμα γίνεσαι πρωταθλητής. Τα ταλέντα χάνονται στην πορεία».

Από τότε το ωράριο ήταν «στρατιωτικό». Το πρωί πήγαινε στη δουλειά –στην οικοδομή–, μετά στην προπόνηση και μετά στο νυχτερινό σχολείο. Κι εκεί είχε προβλήματα με τους καθηγητές. «Δεν το τελείωσα το σχολείο, γιατί με απέβαλαν. Ήταν η μεταπολίτευση τότε κι εγώ ήμουν κομουνιστής. Από αριστερή οικογένεια και ο θείος μου εξόριστος στη Μακρόνησο. Εγώ ήμουν Κνίτης και επαναστάτης. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Ήθελα να τα κάνω όλα άνω κάτω. Δεν θα ξεχάσω τον καθηγητή των θρησκευτικών στο Σεβαστοπούλειο (με είχε στείλει ο πατέρας μου για να μάθω ηλεκτρολόγος), Τσίπρα τον έλεγαν, και με είχε ρημάξει στο ξύλο. Έπαιζα μποξ κι έτρωγα ξύλο από το δάσκαλο το καταλαβαίνεις; Αλλά δεν άκουγα κανέναν. Σκέψου πως όταν ως αθλητής ήταν να κατέβω στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήθελα να χαιρετήσω όπως οι Μαύροι Πάνθηρες για να προκαλέσω. Ήμουν αναρχικό στοιχείο, σου λέω, γι’ αυτό και καταλαβαίνω τώρα τους πιτσιρικάδες».

Million Dollar Baby

Η ζωή του πυγμάχου για εκείνον ήταν σκληρή. «Πείνα. Εξαντλητικές δίαιτες. Αγανακτείς. Το μποξ είναι στέρηση. Κάνεις ασκητική ζωή. Ούτε γυναίκες ούτε τίποτα. Μόνο το μποξ έχεις στο μυαλό σου. Σκέψου ότι τα σκαλιά της Λεωφόρου τα ανέβαινα σε 7 δεύτερα. Αλλά είχα απωθημένο να διακριθώ, να φύγω από τη μιζέρια και την κακομοιριά». Η πρώτη νίκη έγινε μέσα στον Τάφο του Ινδού. Ήταν χειμώνας του 1974. Στην αρχή δεν τον είχαν υπολογίσει ότι θα κέρδιζε και, όταν πήρε τη νίκη, ήταν η πρώτη έκπληξη. Ο προπονητής του τότε του έδωσε ένα παλιό συμβολικό κύπελλο που για εκείνον ήταν όπως η τυχερή δεκάρα του Σκρουτζ. Και του έφερε γούρι. Έχει στο σύνολο 140 αγώνες, για πολλά χρόνια ήταν αδιαμφισβήτητος πρωταθλητής Ελλάδος, ανακηρύχθηκε καλύτερος πυγμάχος στη Γαλλία, έχει πάρει τα χρυσά γάντια στην Ισπανία, έχει κάνει διεθνείς νίκες στην Πολωνία, έχει βγει τρίτος Βαλκανιονίκης στην Τουρκία και στη Ρουμανία και ήταν μέλος στην Εθνική Ομάδα Πυγμαχίας. Το 1980 επρόκειτο να πάει στη Μόσχα και όλοι περίμεναν μια διάκριση. Μια στραβοτιμονιά στην Ομοσπονδία και οι κακοί χειρισμοί άφησαν την ελληνική αποστολή εκτός Ολυμπιακών Αγώνων. «Ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση, η μεγαλύτερη αγωνιστική πληγή. Ένα όνειρο που δεν υλοποιήθηκε ποτέ».

Μετά τους Ολυμπιακούς ξεκίνησε το επαγγελματικό μποξ. Ήταν Φεβρουάριος του 1981. Ήθελε πάντα να κάνει τη διαφορά. Να είναι πρωτοπόρος. Έγινε επαγγελματίας και έπαιζε δέκα γύρους με ένα πλήθος κόσμου να τον επευφημεί. Ο ιδρώτας και οι κίνδυνοι πολλοί, τα λεφτά όμως ελάχιστα. «Με έπιασαν κορόιδο» λέει. Άλλη μια απογοήτευση. Και η ειρωνεία της ζωής ήταν ότι δούλευε εργάτης στο Ολυμπιακό Στάδιο. Τότε αποφάσισε να βρει τα πολλά λεφτά και να πάει μετανάστης στην έρημο της Βαγδάτης ως ηλεκτροσυγκολλητής-μονταδόρος. Δύσκολη ζωή κι εκεί. Θύμωσε μαζί τους, τσακώθηκε, επέστρεψε και κατέληξε χαμάλης στη λαχαναγορά. Τα λεφτά, όμως, τελείωναν και ο κλοιός έσφιγγε. Κάπου εκεί, τον περιτριγύριζε η ιδέα να ασχοληθεί με η νύχτα και κάπως έτσι ξεκίνησε το πιο σκοτεινό και επικίνδυνο κεφάλαιο της ζωής του.



Τα πέτρινα χρόνια

«Δεν είχα καμία σχέση με τη νύχτα. Καμία απολύτως, όμως. Ούτε και με ενδιέφερε ούτε και φανταζόμουν τη ζωή μου εκεί μέσα. Έκανα μια κανονική ζωή, δούλευα αποθηκάριος στο Έθνος. Κοιμόμουν νωρίς, είχα την ησυχία μου. Όταν βγήκε το άρθρο 4, που έλεγε πως δεν θα ξαναπάρουμε αύξηση, την είδα αλλιώς. Ξεκίνησα για ένα σαββατοκύριακο με κάτι φίλους σε ένα κέντρο εκεί που είναι τώρα τα Νέα Δειλινά. Μπήκα δειλά δειλά στο χώρο αυτό, προσπαθούσα να καταλάβω τι γίνεται». Όμως ο Αϊδινιώτης ήταν πάντα καταδικασμένος να ξεχωρίζει. Όπως λένε στην προπονητική του μποξ: «Ακραίες επιδόσεις από ακραία άτομα». Ήταν το μοτίβο που ενσάρκωνε στη ζωή του. Πώς θα μπορούσε ακόμα κι εκεί το «σκληρό αγόρι της πυγμαχίας» να μείνει στα μετόπισθεν; Το δικό του ύφασμα ήταν να είναι πάντα αρχηγός. Σε όλα. Και η νύχτα είχε πολλές γλύκες και άλλες τόσες σειρήνες. Καλή ζωή, εύκολα λεφτά. «Όλα αυτά είναι εφήμερα και περαστικά» μου λέει σήμερα. «Τώρα το ξέρω». Τότε, όμως, προχώρησε πιο βαθιά, μέχρι που τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών τον έφεραν να παίζει ζάρια με τη ζωή του. Τον πυροβόλησαν δύο φορές. Την πρώτη στην Αυτοκίνηση και τη δεύτερη έξω από το σπίτι του. Δύο σφαίρες του έκαναν δεκατρείς τρύπες στο στομάχι. Έζησε από θαύμα. «Εκεί κατάλαβα ότι οι απειλές γίνονται, δεν λέγονται» λέει.

Μετά ήρθε η φυλακή. Τρία χρόνια με την κατηγορία του εκβιασμού. «Άλλαξε η ζωή μου. Νόμιζα ότι θα κάτσω τρεις-τέσσερις μήνες και δεν περνούσε ο χρόνος. Μετά τρελαίνεσαι. Πώς περνούσε η μέρα; Όλη μέρα έκανα προπόνηση. Όταν μπαίνεις μέσα, ξέρουν ποιος είσαι και σου βάζουν θερμόμετρο να δουν αν αντέχεις. Ένα βήμα να κάνεις πίσω, τελείωσες». Τότε ήταν που του είπε ο Πάσσαρης την περιβόητη ατάκα «Όταν βγω από τη φυλακή, θα είσαι ο πρώτος που θα σκοτώσω» και τότε ήταν που εκείνος έκανε αυτό που ήξερε πολύ καλά να κάνει: «Του άνοιξα το κεφάλι και του το έχωσα στην τουαλέτα». Ποιος είπε ότι θα οπισθοχωρούσε στις κλίκες της φυλακής; Δεν ήταν μαθημένος έτσι. «Μετά από αυτό, άλλαξε όλη η ζωή μου, στράφηκαν όλοι εναντίον μου. Στη φυλακή αυτό που με κράτησε όρθιο ήταν η προπόνηση και το μίσος για αυτόν που με έβαλε μέσα. Τον έπαιρνα τηλέφωνο και τον παρακαλούσα να αλλάξει την κατάθεση μπας και βγω. Δεν το έκανε ποτέ. Τώρα με βρήκε να μου ζητήσει δουλειά». Οι Κινέζοι λένε ότι δεν χρειάζεται να εκδικηθείς τον εχθρό σου. Το ποτάμι θα σου φέρει το πτώμα του μπροστά σου. Στη δική του την περίπτωση, η δικαίωση ήρθε λίγα χρόνια αργότερα…

Ολική επιστροφή

Λένε πως πίσω από έναν ισχυρό άντρα κρύβεται μια ισχυρή γυναίκα. Στην περίπτωση του Αϊδινιώτη κρύβεται η Μαίρη. Γνωρίστηκαν τυχαία πριν από τριάμισι χρόνια σε ένα μαγαζί. «Την είδα και μου άρεσε. Νόμιζα ότι με κοιτούσε, αλλά μετά έμαθα ότι έκανα λάθος εκτίμηση. Είχε γενέθλια και της έστειλα κάτι ποτά. Οι φίλοι της που ήταν τότε μαζί της της είπαν “μακριά από αυτόν”. Ευτυχώς δεν τους άκουσε. Γνωριστήκαμε, τα είπαμε, αλλά μου έκανε τη δύσκολη. Όταν άρχισε να μου μιλάει, μου έκανε “κλικ” στο μυαλό. Της είπα να παντρευτούμε. Εγώ δεν κάθομαι να περιμένω. Ή είσαι συνειδητοποιημένος σε αυτά που λες και κάνεις ή δεν είσαι. Ούτε και τότε μου είπε αμέσως “ναι”, πάλι μου έκανε τη δύσκολη. Όμως η Μαίρη μου έχει αλλάξει τη ζωή. Έγινα νοικοκύρης. Με έστρωσε. Είναι σίγουρα πιο έξυπνη από μένα. Τώρα για το μόνο άνθρωπο που βάζω το χέρι μου στη φωτιά είναι η γυναίκα μου. Για κανέναν άλλον και για κανένα λόγο». Η γνωριμία με τη σύζυγό του ήταν παραπάνω από καρμική. Ήταν η έξτρα βοήθεια που πήρε στο δικό του παιχνίδι της ζωής. Ειδικά όταν αποφάσισε να μπει ενεργά και πάλι στα προπονητικά πράγματα. Για την ιστορία, ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το Kick boxing και ο πρώτος που δημιούργησε τη γυναικεία πυγμαχία στην Ελλάδα (έβγαλε δύο χάλκινες παγκόσμιες πρωταθλήτριες).

Όμως ο Παναθηναϊκός ήταν γραφτό να είναι για πάντα στη ζωή του. Το 2013 ανέλαβε πάλι το τιμόνι του προπονητή της πυγμαχίας των «πράσινων». Ήταν η δική του «δεύτερη ευκαιρία». «Μια μέρα έπαιζα τάβλι με τον κουμπάρο μου, Αλέξανδρο Παπανικολάου. Έτσι, για πλάκα, του είπα: “Αν σου ζητήσω τώρα 10.000 ευρώ, για να ξεκινήσω και πάλι το μποξ, θα μου τα δώσεις;”. Μου τα έδωσε κι έτσι ξεκίνησε το έργο». Δεν ήταν, όμως, λίγοι όσοι δεν είδαν με καλό μάτι την επιστροφή του. «Όταν ανέλαβα τον Παναθηναϊκό, πήγα να τα παρατήσω δέκα φορές. Η Μαίρη με κράτησε. Έψαχνα να βρω τα κύπελλα και τα μετάλλια που είχα. Η Μαίρη μού θύμισε ποιος ήμουν. Τώρα, όμως, το θυμήθηκα για τα καλά. Και όλοι όσοι με εμπιστεύτηκαν τώρα δικαιώνονται». Όχι άδικα. Στο πανελλήνιο πρωτάθλημα που έγινε πριν από λίγες μέρες ο Παναθηναϊκός κέρδισε δύο χρυσά μετάλλια, ένα αργυρό και δύο χάλκινα κι εκείνος μπορεί να αισθάνεται ήσυχος ότι ξαναέβαλε το δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι του. Μπορεί να έχει τη φήμη του «σκληρού», αλλά για τους αθλητές του είναι ο «δάσκαλός» τους, που θυμίζει περισσότερο έναν μπαμπά που θέλει τα παιδιά του να ξεχωρίζουν. Και, ναι, κλαίει στο γήπεδο όταν αυτά παίρνουν τα μετάλλια που τους αξίζουν. Μετά από έναν απολογισμό, υπάρχουν όνειρα για τη νέα ζωή; «Το μποξ είναι μοναχικό και δύσκολο. Ένα άθλημα που κάνουν λίγοι και το βλέπουν πολλοί. Αντλείς δυνάμεις από το πουθενά. Κι εγώ αντλούσα από τα όνειρα που είχα για τον εαυτό μου. Ένα όνειρο μου έχει μείνει, να στείλω το δικό μου αθλητή στους επόμενους Ολυμπιακούς». Και ίσως κάπως έτσι να κλείσει και η τελευταία ανοιχτή πληγή ενός μεγάλου πυγμάχου.

πηγή:http://www.protothema.gr